Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
ΞΕΛΑΣΠΩΣΤΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Το μέλλον δε θα'ρθει
από μονάχο του, έτσι νέτο σκέτο,
αν δεν πάρουμε μέτρα
κι εμείς.
Από τα βράγχια, κομσομόλε, άρπαξέ το!
Απ' την ουρά του, πιονιέροι, εσείς.
Η κομμούνα
δεν είναι μια βασιλοπούλα του παραμυθιού, που λες,
για να την ονειρεύεσαι
τις νυχτιές.
Μέτρησε,
καλοσκέψου,
σημάδεψε -
και τράβα, βήματα τα βήματα,
έστω και πάνω σε μικροζητήματα.
Δεν είναι μόνον
ο κομμουνισμός
στη γη,
στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.
Είναι και μέσ' στο σπίτι,
στο τραπεζάκι μπρος,
στις σχέσεις,
στη φαμίλια,
στην καθημερινή ρουτίνα.
Εκείνος κει,
που ολημερίς
τριζοβολάει βλαστήμιες
σαν κάρο κακογρασωμένο
εκείνος που,
σαν ολολύζει η μπαλαλάικα,
χλωμιάζει ευθύς,
αυτός
το μπόι του μέλλοντος
δεν το 'χει φτασμένο.
Πόλεμος
δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ,
να λες ναι, ναι,
στα μέτωπα
με βαλές πολυβόλου.
Της φαμίλιας,
του σπιτικού,
η επίθεση,
για μας μικρότερη απειλή
δεν είναι διόλου.
Εκείνος που υποτάχτηκε
στην πίεση της φαμίλιας,
κοιμάται
μέσ' στη μακαριότητα
ρόδων φτιαγμένων με χαρτί, -
αυτός δεν έφτασε το μπόι
της προσήλιας,
της δυνατής ζωής εκείνης
που θα 'ρτει.
Σαν τη φλοκάτα
και το χρόνο επίσης,
ο σκόρος της καθημερινότητας
τον κατατρώει στιγμή στιγμή.
Το μεινεσμένο ρούχο
των ημερών μας για ν' αερίσεις,
ε, κομσομόλε, τίναξέ το εσύ.
μτφρ. Γιάννης Ρίτσος
(1909-1990)
Για Μενα
- Λου
- Ξέρω ότι το κορμί μου είναι πολύ εύθραστο. Οι φόβοι μέσα του μπορεί να το σκοτώσουν. Ξέρω την σκληρή φύση του μυαλού μου .Αυτό όμως διαφθείρεται από την εφυία και την επιθυμία. Ξέρω πως η ψυχή μου έχει τις δυνάμεις να μάθει τα πάντα. Ταυτόχρονα όμως ειναι τυφλή και τ' αγνοεί όλα. Ξέρω πως είμαι ένας από τους μικρούς βασιλιάδες της φύσης. κι όμως παρασύρομαι από τ' ανάξια και τ' άσχημα. Ξέρω πως η ζωή μου είναι γεμάτη πόνους. Ξέρω πως οι αισθήσεις μου ξεγελιούνται από τα πάντα. και για να καταλήξω, ξέρω πως είμαι ένας άνθρωπος ένα περήφανο και ταυτόχρονα καταστραμμένο πράμα.
η ωρα ειναι
Και Θεος η Μουσικη
Archives
-
▼
2008
(41)
- ► Δεκεμβρίου (2)
- ► Φεβρουαρίου (9)
- ▼ Ιανουαρίου (10)
-
►
2007
(5)
- ► Δεκεμβρίου (5)
Πού με πηγαίνεις τέχνη μου;
Σε ποιον ξέμακρο
εγκαταλειμμένο τόπο
με στέλνεις μεμιάς;
Σε ποιον παράδεισο της χαράς,
του φωτός και της ελευθερίας,
μαγικά με παρασύρεις, τέχνη;
Δική μου; Δεν μου ανήκει αυτή η τέχνη,
την πλάθω, τη σμιλεύω
της προσφέρω τ’ αποθέματα
του ανθρώπινου πόνου,
εκείνη μου τα προσφέρει, θεϊκά
με πάθος
και προσήλωση,
στους ουρανούς που φθάνω…
Αχ, τύχη μου ακατανόητη,
Αβάσταχτη ενσάρκωσή μου!
Ήταν κάποτε ένα λάθος
Τόσο αστείο τόσο μικρό
Που είδηση δε θα τό 'παιρνε κανείς
Το ίδιο δεν ήθελε τον εαυτό του
Ούτε να τον βλέπει ούτε να τον ακούει
Και τι δεν σοφίστηκε
Μπας κι αποδείξει
Πως κατά βάθος δεν υπάρχει
Σοφίστηκε τον χώρο
Για να βολέψει μέσα του τις αποδείξεις
Και τον χρόνο για να του φυλάει τις αποδείξεις
Και τον κόσμο για να του κοιτάει τις αποδείξεις
Όλα όσα σοφίστηκε
Δεν ήταν ούτε τόσο αστεία
Ούτε και τόσο μικρά
Αλλά φυσικά ήταν λάθος
3 γέλασαν πικρά