Το ομορφότερο πράμα του κόσμου!!!  

Απάντησε χωρίς να ερωτηθεί η Λου

Ας τιναχθεί κι ας αφρίσει αποκάτου απ’ την καρένα η θάλασσα! Το τρελό το καράβι πηδάει, από κύμα σε κύμα. Ο καπετάνιος, προσεκτικός στις ετοιμασίες του ταξιδιού, προστάζει τους σιωπηλούς και πρόθυμους ναύτες.

Ο πιο νιος απ΄ όλους επήρε ένα κιουπάκι γεμάτο από παλιό και καλό κρασί, το σήκωσε, το ακούμπησε απάνου στον μπάγκο. Και κάθε ένας από τους ταξιδιώτες πίνει με τη σειρά του το ποτηράκι του, αφού πρωτύτερ’ αποκριθεί μ΄ ένα στίχο που τον παίρνει ο άνεμος, στην ερώτηση που του κάνουν όλων των ταξιδιωτών οι φωνές τριγύρω :

«Στο Θεό σου, πες μας, τι είναι το ομορφότερο πράμα στον κόσμο;»

Από πού έρχεται το καράβι, και πού πάει τάχα;

Τι μας μέλει; Του πιθαριού του το κρασί είναι γερό.

«Στο Θεό σου, πες μας, τι είναι το ομορφότερο πράμα στον κόσμο;»

- Το ομορφότερο πράμα στον κόσμο είναι η αγάπη μου, λέει ένας σπουδαστής, ίσα με είκοσι χρόνων. Ο έρωτας είναι η μόνη ευτυχία.

- Η ευτυχία είναι εις τον πόλεμο, πετάγεται ένας στρατιώτης. Το ομορφότερο πράμα στον κόσμο είν’ ένας καβαλάρης, που χύνεται με το σπαθί στο χέρι.

- Όσο έχω ΄γώ μια κασίτσα γεμάτη και καλά φυλαγμένη... λέει ο φιλάργυρος.

Και ο γεωργός απαντάει : - Είν΄ άλλο τίποτα ομορφότερο, από ένα χωράφι, χρυσωμένο απ’ άκρη σ’ άκρη με στάχυα;

Αλλά ο ποιητής ορθωμένος : - Με τη δάφνη η Ομορφιά στεφανώνεται. Τι ωραιότερο από τη δάφνη; Μα τον Απόλλωνα! Πού ακούστηκε πως η ευτυχία βρίσκετ’ αλλού παρά εις τη σκέψη;...

Μα ο μουσικός την ίδια την ώρα : - Τι τη θες τη σκέψη; Ένιωσες ποτέ σου τι λέει τ’ αηδόνι; Τ’ ακούς μοναχά, κι αυτό φτάνει.

Και ο ζωγράφος με πείσμα : - Η Ομορφιά δεν βρίσκεται σε ήχους και λόγια. Η Ομορφιά είναι εικόνα.

Μα κι ο φιλόσοφος, αγριεμένος : - Τι λέτε; τους κραίνει. Η Ομορφιά είναι η Αλήθεια.

- Είναι η Επιτυχία! φωνάζει με χειρονομίες ένας πολιτευόμενος, που πήγαινε στην παρτίδα του να βάλει κάλπη.

- Μωρέ, καλά λες! του κάνει αμέσως ο τυχοδιώκτης· η Ομορφιά είναι μια νταρντάνα με όξω τα στήθια, που κρατάει τα χαρτιά τού τυχερού τζογαδόρου.

- Ώ! μουρμουρίζει σιγά - σιγά κι ένας έμπορος, τι άσχημο που είναι να παίζεις. Να λογαριάζεις, μάλιστα, να πράγμα!

Μα κι ένας παπάς, κάνοντας το σταυρό του : - Ώ αδελφοί μου, τι καλύτερο από την πίστη, τι ομορφότερο από την προσευχή;...

Αλλά έξαφνα : - Κατάρα, εμούγγρισε ο καπετάνιος, και οι τραγουδιστάδες σιωπήσαν αμέσως τρομαγμένοι. Κατάρα!... Σκάστε, να πάρ’ ο διάβολος... Σφίχτε το πανί!...

Γιατί η θάλασσα είχεν αγριέψει, και για το ναυτικό, η Ομορφιά γελάει στου καραβιού του την πρύμη, όταν, ύστερ’ απ’ την καταιγίδα μπαίνει καμαρωτό στο λιμάνι.

Και την ίδια στιγμή, μια παρέα χαρούμενα σκυλόψαρα, ακολουθούσαν τ’ αυλάκι που χάραζε στα κύματα το πλοίο, κι εκουβέντιαζαν, κι έλεγαν αναμεταξύ τους :

- Το ομορφότερο πράγμα στον κόσμο, είναι ένα καράβι που πάει να βουλιάξει στο φούντο, γεμάτο από ταξιδιώτες...



του Μιχαήλ Μητσάκη