Προχθές απόγευμα, μέσα στο λεωφορείο, κάπου στην Αθήνα...
Νεκρική σιγή αν και γεμάτο από κόσμο, μεταφέρει τους ταλαιπωρημένους από τη
δουλειά Αθηναίους, αργά. Το ψιλόβροχο και τα κορναρίσματα, μάλλον χαλάνε τη
διάθεση ασυνείδητα. Θέσεις πιασμένες, άνθρωποι όρθιοι, κουβέντα καμία.
Η όρθια ηλικιωμένη κυρία με το πλατινέ μαλλί και το ζωγραφισμένο από
ρυτίδες και μπογιά πρόσωπο, παίρνει την απόφαση να εκδηλώσει τον αγενή και
ρατσιστικό μονόλογο της. Δέκτης της ακραίας συμπεριφοράς της, ένας
μετανάστης (πιθανότατα από τη Νιγηρία, κρίνοντας από το βαθύ σκούρο χρώμα
του) του οποίου το δεύτερο «λάθος» -το πρώτο ήταν που ήρθε στην Ελλάδα- ήταν
ότι είχε θέση και καθόταν. Με ένα «κόσμιο» λοιπόν τρόπο, η πρωταγωνίστρια
της ιστορίας μας, του απευθύνει το λόγο.
-Σήκω να κάτσω!
-...
-Ε, βέβαια! Αφού σας μαζέψαμε όλους εδώ, εμείς φταίμε!
-...
-Κάνεις πως δεν ακούς? Τι δουλειά έχεις εδώ? Γέμισε ο τόπος από μαύρους και
Αλβανούς! Σα δε ντρέπεστε λέω 'γω!
-...
Είναι προφανές ότι η αδιαφορία που εισπράττει από τον Αφρικανό επιβάτη την
εξοργίζει περισσότερο. Ο κόσμος παραμένει αδιάφορος μπροστά στη σκηνή και
μόνο κάτι ψίθυροι από κάποιους που σχολιάζουν το παραλήρημα της, προδίδουν
μια ανεπαίσθητη αντίδραση.
Ξαφνικά μια θέση αδειάζει ως δια μαγείας, η οποία τυχαίνει να είναι αυτή
δίπλα από τον αλλοδαπό φίλο μας! Χωρίς δεύτερη σκέψη η ηλικιωμένη κυρία
κάθεται ακριβώς δίπλα του και συνεχίζει ακάθεκτη να τον κοσμεί με διάφορα
προσβλητικά επίθετα. Εκείνος δεν της δίνει καμιά απολύτως σημασία και την
αφήνει να εκτίθεται με τον πιο απλό τρόπο.
Το γεγονός στο σημείο αυτό παίρνει μία εντελώς αναπάντεχη εξέλιξη και του
προσδίδει άλλο ενδιαφέρον. Δύο ελεγκτές που ανεβαίνουν στο «ξεχωριστό» αυτό
λεωφορείο θα γίνουν άθελα τους πρωταγωνιστές και αυτοί, στην περίεργη -ως
προς την κατάληξη της- αυτή ιστορία.
-Τα εισιτήρια σας παρακαλώ.
Μια κλασσική φράση που γεμίζει με άγχος τους λαθρεπιβάτες και κάνει τους
υπόλοιπους να βάζουν το χέρι στη τσέπη τους, ψάχνοντας το «μαγικό χαρτάκι»
που θα τους γλιτώσει από το να γίνουν το επίκεντρο στα μάτια των υπολοίπων.
Οι ελεγκτές ξεκινούν τη δουλειά τους από τα δύο άκρα του οχήματος,
δίνοντας χρόνο στους επιβάτες που κάθονται στη μέση να βρουν με την ησυχία
τους το εισιτήριο ή να σκεφτούν μια καλή δικαιολογία (για αυτούς που δεν
έχουν). Κάπου εκεί κάθονται και οι πρωταγωνιστές μας. Η ηλικιωμένη κυρία
βγάζει με μιας το εισιτήριο από την άσχημη δερμάτινη τσάντα της και το
κρατάει ψηλά λες και έκανε καμιά τρομερή ανακάλυψη! Χωρίς να το πολυσκεφτεί
ο ακίνητος και αμίλητος -μέχρι εκείνη τη στιγμή- αλλοδαπός πρωταγωνιστής
μας, βουτάει αστραπιαία το εισιτήριο της και το τρώει! Όλοι κοιτούν με
έκπληξη αλλά και κρυφή ικανοποίηση. Ο επόμενος διάλογος μεταξύ του ελεγκτή
και της κυρίας είναι όλα τα λεφτά.
-Το εισιτήριο σας παρακαλώ.
-Μου το'φαγε ο Μαύρος!!! (με λυγμούς)
Κάπου εδώ ο κόσμος ξεσπάει σε γέλια, ο ελεγκτής την περνάει για τρελή και το
πρόστιμο πλέον έχει γραφτεί στο μπλοκάκι του...
Υ.Γ. Μου στάλθηκε με mail και σας το παραθέτω......!!!!!!
Για Μενα
- Λου
- Ξέρω ότι το κορμί μου είναι πολύ εύθραστο. Οι φόβοι μέσα του μπορεί να το σκοτώσουν. Ξέρω την σκληρή φύση του μυαλού μου .Αυτό όμως διαφθείρεται από την εφυία και την επιθυμία. Ξέρω πως η ψυχή μου έχει τις δυνάμεις να μάθει τα πάντα. Ταυτόχρονα όμως ειναι τυφλή και τ' αγνοεί όλα. Ξέρω πως είμαι ένας από τους μικρούς βασιλιάδες της φύσης. κι όμως παρασύρομαι από τ' ανάξια και τ' άσχημα. Ξέρω πως η ζωή μου είναι γεμάτη πόνους. Ξέρω πως οι αισθήσεις μου ξεγελιούνται από τα πάντα. και για να καταλήξω, ξέρω πως είμαι ένας άνθρωπος ένα περήφανο και ταυτόχρονα καταστραμμένο πράμα.
η ωρα ειναι
Και Θεος η Μουσικη
Archives
-
▼
2008
(41)
- ► Δεκεμβρίου (2)
-
▼
Φεβρουαρίου
(9)
- Εργαζόμενη φυλακίστηκε επειδή ήπιε καφέ με συνάδελ...
- Fummaro.....
- Όνειρα.........
- Πώς ο χορός τα Ξεπερνάει όλα-Απίστευτο
- Έρωτας και Θάνατος....
- ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕ ΑΝΑΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...
- Τι να πει κανείς...............
- Προχθές απόγευμα, μέσα στο λεωφορείο, κάπου στην Α...
- Ο ΘΕΜΟΣ, Ο ΜΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΖΑΧ......
- ► Ιανουαρίου (10)
-
►
2007
(5)
- ► Δεκεμβρίου (5)
Πού με πηγαίνεις τέχνη μου;
Σε ποιον ξέμακρο
εγκαταλειμμένο τόπο
με στέλνεις μεμιάς;
Σε ποιον παράδεισο της χαράς,
του φωτός και της ελευθερίας,
μαγικά με παρασύρεις, τέχνη;
Δική μου; Δεν μου ανήκει αυτή η τέχνη,
την πλάθω, τη σμιλεύω
της προσφέρω τ’ αποθέματα
του ανθρώπινου πόνου,
εκείνη μου τα προσφέρει, θεϊκά
με πάθος
και προσήλωση,
στους ουρανούς που φθάνω…
Αχ, τύχη μου ακατανόητη,
Αβάσταχτη ενσάρκωσή μου!
Ήταν κάποτε ένα λάθος
Τόσο αστείο τόσο μικρό
Που είδηση δε θα τό 'παιρνε κανείς
Το ίδιο δεν ήθελε τον εαυτό του
Ούτε να τον βλέπει ούτε να τον ακούει
Και τι δεν σοφίστηκε
Μπας κι αποδείξει
Πως κατά βάθος δεν υπάρχει
Σοφίστηκε τον χώρο
Για να βολέψει μέσα του τις αποδείξεις
Και τον χρόνο για να του φυλάει τις αποδείξεις
Και τον κόσμο για να του κοιτάει τις αποδείξεις
Όλα όσα σοφίστηκε
Δεν ήταν ούτε τόσο αστεία
Ούτε και τόσο μικρά
Αλλά φυσικά ήταν λάθος
4 γέλασαν πικρά