22/5/2008
«Οι ζευγάδες φεύγουν, μωρέ! Η σπορά μένει. Και φουντώνει. Και μεγαλώνει. Και καρπίζει. Και ρίχνει νέους σπόρους στη γη. Και οι κύκλοι επαναλαμβάνονται. Ετσι νόμιζε και η γενιά του 1912-1913 ότι είναι η τελευταία ηρωική γενιά. Και τι θα γίνει ο τόπος μόλις φύγει. Μα ήρθε η γενιά του '40, η νέα σπορά, και ανέβασε πιο ψηλά τη σημαία του αγώνα. Ετσι λέει κάθε γενιά - ταυτίζοντας τον εαυτό της με την ιστορία. Και λησμονά τη σπορά. Που έρχεται πολύ βαθιά από το παρελθόν και πηγαίνει πολύ βαθιά στο μέλλον. Βλέπεις, μωρέ, αυτά τα νιάτα γύρω σου, που νομίζεις πως είναι ξεστρατισμένα και συμβιβασμένα; Κούνια που σε κούναγε. Μόλις υπάρξει μια σπίθα, αυτά τα νιάτα θα γίνουν πυρκαγιά, θα γίνουν ηφαίστειο. Και θα αποδειχθούν καλύτερα από τη γενιά των πατεράδων τους και των παππούδων τους. Και θα σηκώσουν τη σημαία του αγώνα μέχρι τον ήλιο. Είναι η σπορά, σου λέω...».
Υ.Γ. Τρία χρόνια απο τον θάνατό του.....Δεν τον ξεχνάμε!!!
Για Μενα
- Λου
- Ξέρω ότι το κορμί μου είναι πολύ εύθραστο. Οι φόβοι μέσα του μπορεί να το σκοτώσουν. Ξέρω την σκληρή φύση του μυαλού μου .Αυτό όμως διαφθείρεται από την εφυία και την επιθυμία. Ξέρω πως η ψυχή μου έχει τις δυνάμεις να μάθει τα πάντα. Ταυτόχρονα όμως ειναι τυφλή και τ' αγνοεί όλα. Ξέρω πως είμαι ένας από τους μικρούς βασιλιάδες της φύσης. κι όμως παρασύρομαι από τ' ανάξια και τ' άσχημα. Ξέρω πως η ζωή μου είναι γεμάτη πόνους. Ξέρω πως οι αισθήσεις μου ξεγελιούνται από τα πάντα. και για να καταλήξω, ξέρω πως είμαι ένας άνθρωπος ένα περήφανο και ταυτόχρονα καταστραμμένο πράμα.
η ωρα ειναι
Και Θεος η Μουσικη
Archives
-
▼
2008
(41)
- ► Δεκεμβρίου (2)
- ► Φεβρουαρίου (9)
- ► Ιανουαρίου (10)
-
►
2007
(5)
- ► Δεκεμβρίου (5)
Πού με πηγαίνεις τέχνη μου;
Σε ποιον ξέμακρο
εγκαταλειμμένο τόπο
με στέλνεις μεμιάς;
Σε ποιον παράδεισο της χαράς,
του φωτός και της ελευθερίας,
μαγικά με παρασύρεις, τέχνη;
Δική μου; Δεν μου ανήκει αυτή η τέχνη,
την πλάθω, τη σμιλεύω
της προσφέρω τ’ αποθέματα
του ανθρώπινου πόνου,
εκείνη μου τα προσφέρει, θεϊκά
με πάθος
και προσήλωση,
στους ουρανούς που φθάνω…
Αχ, τύχη μου ακατανόητη,
Αβάσταχτη ενσάρκωσή μου!
Ήταν κάποτε ένα λάθος
Τόσο αστείο τόσο μικρό
Που είδηση δε θα τό 'παιρνε κανείς
Το ίδιο δεν ήθελε τον εαυτό του
Ούτε να τον βλέπει ούτε να τον ακούει
Και τι δεν σοφίστηκε
Μπας κι αποδείξει
Πως κατά βάθος δεν υπάρχει
Σοφίστηκε τον χώρο
Για να βολέψει μέσα του τις αποδείξεις
Και τον χρόνο για να του φυλάει τις αποδείξεις
Και τον κόσμο για να του κοιτάει τις αποδείξεις
Όλα όσα σοφίστηκε
Δεν ήταν ούτε τόσο αστεία
Ούτε και τόσο μικρά
Αλλά φυσικά ήταν λάθος
4 γέλασαν πικρά