Ζούμε μέσα στ' αυγό
έχουμε χαράξει τη μέσα μεριά
απ' το τσόφλι με βρώμικα σχέδια
και τα μικρά ονόματα των εχθρών μας.
Εκκολαπτόμαστε.
Όποιος και να μας εκκολάπτει
εκκολάπτει μαζί και τα μολύβια μας.
Βγαίνοντας απ' το αυγό μια μέρα
θα σας σχεδιάσουμε αμέσως μια εικόνα
του εκκολάπτη μας.
Υποθέτουμε πως μας εκκολάπτουν.
Φανταζόμαστε κάποιο καλοσυνάτο πουλερικό
και γράφουμε εκθέσεις. Εκθέσεις
για το χρώμα και τη ράτσα
της κλώσσας μας.
Πότε θα σπάσουμε το τσόφλι;
Οι προφήτες μας μέσα στο αυγό
αντί μετρίου μισθού ερίζουν
πάνω στη διάρκεια της εκκόλαψης.
Από πλήξη και πραγματική ανάγκη
έχουμε εφεύρει εκκολαπτήρια.
Νοιαζόμαστε πολύ για τους απογόνους μας μες στ' αυγό.
Θα χαιρόμαστε να συστήσουμε την πατέντα μας
στην κλώσσα που μας φροντίζει.
Όμως έχουμε μια στέγη πάνω απ' τα κεφάλια μας
ξεμωραμένα κοτοπουλάκια
πολύγλωσσα έμβρυα
φλυαρούνε όλη τη μέρα
και σχολιάζουν ακόμα και τα όνειρά τους.
Και τι γίνεται αν δεν μας εκκολάψουν;
Αν ο ορίζοντάς μας είναι μονάχα
τα ορνιθοσκαλίσματά μας και δεν αλλάξει;
Ελπίζουμε ότι μας εκκολάπτουν.
Κι αν ακόμα μιλάμε μόνο για εκκόλαψη
παραμένει πάντα ο φόβος ότι κάποιος
έξω απ' το τσόφλι μας θα νιώσει πεινασμένος
και θα μας πετάξει μες στο τηγάνι με μια πρέζα αλάτι.
Και τι κάνουμε τότε εν αυγώ αδελφοί μου;
Günter Grass
Ακριβό μου διθέσιο
καλό μου αμάξι
Που περνάς απ' τ' απαίσιο
ξυστά
Κινητήρα και πλαίσιο
στα 'χω πειράξει
Για να τη βγεις πιο μπροστά
Τη στιγμή που σ' αγόραζα
για να τριπάρω
Το κενό μου εξαγόραζα
δειλά
Την καρδούλα που χώρισα
ίσως να πάρω
Σ' άλλη ζωή πιο καλά
Μη με πας απ' το σπίτι
τ' ακούς, στο Θεό να με πας
Μυρωδιά καταλύτη
εσύ μοναχά μ' αγαπάς
Α, ρε, χρόνε αλήτη
π' ανθρώπους κι αγάπες σκορπάς
Μη με φέρνετε σπίτι
τ' ακούς, κάπου αλλού να με πας
Στο λευκό σου αερόσακο
θα ξαγρυπνήσω
Μ' αφημένο το πρόσωπο
σκοπιά
Σ' ένα πάρκιγκ απρόσωπο
θ' αποφασίσω
Ποιόν εαυτό θα 'χω πια
Θα γυαλίζουν οι ζάντες σου
με το φεγγάρι
Δοκιμή στις αβάντες σου
μικρό
Το μηδέν στο διακόσα μας
ποιος θα το πάρει
Μ' όλη τη γη στο φτερό
Μη με πας απ' το σπίτι
τ' ακούς, στο Θεό να με πας
Μυρωδιά καταλύτη
εσύ μοναχά μ' αγαπάς
Α, ρε, χρόνε αλήτη
π' ανθρώπους κι αγάπες σκορπάς
Μη με φέρνετε σπίτι
τ' ακούς, κάπου αλλού να με πας...
Μες στο σκοτάδι της στιγμής
κάνε να ξεχαστούμε εδώ για πάντα
Τα δυο σου χείλια μόνιμα συμβάντα
σε πρόσωπο που δεν του ανήκει κανείς
Ορθάνοιχτα, και στο βυθό τους εγώ
να με κεντάνε απ' όλες τις πλευρές μου
Τις πρώην μέρες δεν υπήρξα, για πες μου
πώς σαν κι αυτές θα μείνω πάντα ως εδώ
Να ξεχαστούμε στο παρόν
και να δηλώσουμε απών;
Απάντησε μου ευθέως!
Γιατί δεν μένει πια καιρός
είναι η στιγμή μικρός σφυγμός
κρύος σαν τελευταίος
Μες στο σκοτάδι της στιγμής
της λησμονιάς το φρούτο έλα και δως μου
στο δάσος έξω από τα όρια του κόσμου
εκεί που κρύβεται το πώς της στιγμής
Πώς ταξιδεύω ως στο πλάι σου
εκεί που θα κερδίσω όλη τη γνώση του κόσμου
κι οι τροπικοί πώς θα γυρνάνε εμπρός μου
αφού ο ερωτάς σου είναι όλη η γη...
Έμμονο Γκρίζο...
Υ.Γ. Αν είχα ερωτηθεί άραγε...έτσι θα απαντούσα?
Για Μενα
- Λου
- Ξέρω ότι το κορμί μου είναι πολύ εύθραστο. Οι φόβοι μέσα του μπορεί να το σκοτώσουν. Ξέρω την σκληρή φύση του μυαλού μου .Αυτό όμως διαφθείρεται από την εφυία και την επιθυμία. Ξέρω πως η ψυχή μου έχει τις δυνάμεις να μάθει τα πάντα. Ταυτόχρονα όμως ειναι τυφλή και τ' αγνοεί όλα. Ξέρω πως είμαι ένας από τους μικρούς βασιλιάδες της φύσης. κι όμως παρασύρομαι από τ' ανάξια και τ' άσχημα. Ξέρω πως η ζωή μου είναι γεμάτη πόνους. Ξέρω πως οι αισθήσεις μου ξεγελιούνται από τα πάντα. και για να καταλήξω, ξέρω πως είμαι ένας άνθρωπος ένα περήφανο και ταυτόχρονα καταστραμμένο πράμα.
η ωρα ειναι
Και Θεος η Μουσικη
Archives
-
►
2008
(41)
- ► Δεκεμβρίου (2)
- ► Φεβρουαρίου (9)
- ► Ιανουαρίου (10)
Πού με πηγαίνεις τέχνη μου;
Σε ποιον ξέμακρο
εγκαταλειμμένο τόπο
με στέλνεις μεμιάς;
Σε ποιον παράδεισο της χαράς,
του φωτός και της ελευθερίας,
μαγικά με παρασύρεις, τέχνη;
Δική μου; Δεν μου ανήκει αυτή η τέχνη,
την πλάθω, τη σμιλεύω
της προσφέρω τ’ αποθέματα
του ανθρώπινου πόνου,
εκείνη μου τα προσφέρει, θεϊκά
με πάθος
και προσήλωση,
στους ουρανούς που φθάνω…
Αχ, τύχη μου ακατανόητη,
Αβάσταχτη ενσάρκωσή μου!
Ήταν κάποτε ένα λάθος
Τόσο αστείο τόσο μικρό
Που είδηση δε θα τό 'παιρνε κανείς
Το ίδιο δεν ήθελε τον εαυτό του
Ούτε να τον βλέπει ούτε να τον ακούει
Και τι δεν σοφίστηκε
Μπας κι αποδείξει
Πως κατά βάθος δεν υπάρχει
Σοφίστηκε τον χώρο
Για να βολέψει μέσα του τις αποδείξεις
Και τον χρόνο για να του φυλάει τις αποδείξεις
Και τον κόσμο για να του κοιτάει τις αποδείξεις
Όλα όσα σοφίστηκε
Δεν ήταν ούτε τόσο αστεία
Ούτε και τόσο μικρά
Αλλά φυσικά ήταν λάθος